μπαζώνω

μπαζώνω
[μπάζα (II)]
γεμίζω λάκκο, τάφρο ή κενό χώρο με μπάζα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μπαζώνω — μπαζώνω, μπάζωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαζώνω — μπάζωσα, μπαζώθηκα, μπαζωμένος, γεμίζω κάποιο κενό με μπάζα, επιχωματώνω: Ο δήμος μπάζωσε το αποξηραμένο ποτάμι για να γίνουν χώροι αναψυχής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπάζωμα — το [μπαζώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μπαζώνω, το γέμισμα κενού χώρου ή κοίλου εδάφους με μπάζα …   Dictionary of Greek

  • προχωννύω — Α 1. διαμορφώνω με επιχωμάτωση την έκταση μπροστά από έναν χώρο ή ένα κτήριο 2. γεμίζω με επιχωμάτωση, μωλώνω, μπαζώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χωννύω «σωρεύω χώμα»] …   Dictionary of Greek

  • χερσώνω — χερσῶ, όω, ΝΜΑ [χέρσος] (το παθ.) χερσώνομαι και χερσοῡμαι, όομαι (για τόπο) γίνομαι χέρσος, γίνομαι ξερός, άφορος και άγονος (α. «ο κόσμος έχει φύγει τ αμπέλια έχουν χερσωθεί» β. «γῆν καταλαβὼν κεχερσωμένην», Πλούτ. γ. «τὸ χερσωθὲν ἔδαφος»,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”